- εὐκτίμενον
- ἐυκτίμενοςgood to dwell inmasc acc sgἐυκτίμενοςgood to dwell inneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐυκτίμενον — ἐϋκτίμενον , ἐυκτίμενος good to dwell in masc acc sg (epic) ἐϋκτίμενον , ἐυκτίμενος good to dwell in neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NERICUS — urbs Acarnaniae, quam Homer. ἐὐκτίμενον πτολίεςθρον vocat. Il. ult. v. 213 … Hofmann J. Lexicon universale
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
εϋκτίμενος — ἐϋκτίμενος, η, ον (Α) 1. (ως επίθ. πόλεων) καλός για να κατοικήσει, να διαμείνει κάποιος («ἐϋκτίμενον πτολίεθρον», Ομ. Ιλ.) 2. (και για κάθε ανθρώπινο έργο) καλά κατασκευασμένος, καλά καλλιεργημένος, καλοχτισμένος (α. «νῆσον ἐϋκτιμένην ἐκάμοντο» … Dictionary of Greek